- διαχυτικός
- -ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάχυση ή στις διαχύσεις2. συναισθηματικός, ανοιχτόκαρδοςαρχ.ο ικανός για διάχυση*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαχυτικός — able to dissolve masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκδηλώνει με μεγάλη θέρμη συναισθήματα φιλίας, αγάπης και χαράς, ο ανοιχτόκαρδος: Η γυναίκα του είναι πάντα διαχυτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαχυτικά — διαχυτικός able to dissolve neut nom/voc/acc pl διαχυτικά̱ , διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc/acc dual διαχυτικά̱ , διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικόν — διαχυτικός able to dissolve masc acc sg διαχυτικός able to dissolve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικοί — διαχυτικός able to dissolve masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικῆς — διαχυτικός able to dissolve fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτική — διαχυτικός able to dissolve fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικήν — διαχυτικός able to dissolve fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχυτικῷ — διαχυτικός able to dissolve masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθερμος — η, ο (Α διάθερμος, ον) 1. διάπυρος, υπέρθερμος 2. ένθερμος, υπερενθουσιώδης, διαχυτικός αρχ. αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία ή ευέξαπτο χαρακτήρα … Dictionary of Greek